-
1 брызгать
-зжу, -зжешь, κ. –гаю, -гаешь επιρ. μτχ. брызжа, κ. брызгая ρ.δ.ραντίζω, ραίνω, ψεκάζω• πιτσιλίζω•брызгать кругом περιραντίζω, περίραίνω•
διαχέομαι, διασκορπίζομαι, (ξε)πετάγομαι, βγαίνω•брызжут искры βγαίνουν σπίθες.
1. ραντίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.2. αλληλοραντίζομαι•дети -ются τα παιδιά αλληλοραντίζονται.